- δωδεκάστιχος, -η
- -ο αυτός που αποτελείται από δώδεκα στίχους: Δωδεκάστιχο ποίημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δωδεκάστιχος — η, ο αυτός που αποτελείται από δώδεκα στίχους («δωδεκάστιχο επίγραμμα») … Dictionary of Greek